Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Το δίλημμα!


 Ξύπνησε μ'εναν κόμπο στο στομάχι....σκέφτηκε το όνειρο που είδε...ποιο όνειρο δηλαδή; τον εφιάλτη πες καλύτερα.Ανακάθησε  στο κρεβάτι και έπιασε το κεφάλι της...προσπάθησε να χαλαρώσει...να ηρεμήσει...μάταια. Ούτε και ο καφές την βοήθησε να ηρεμήσει...και ο κόμπος μεγάλωνε...μεγάλωνε..κατάλαβε...η μέρα της μέχρι το βράδυ θα είχε χαλάσει.
 Προσπάθησε να μην σκέφτεται, ασχολήθηκε με τις δουλειές του σπιτιού,μαγείρεμα και τα υπόλοιπα,ελπίζοντας πως θα ξεχνιόταν....θα ξεχνούσε και τον εφιάλτη και το κακό προαίσθημα.
 Μα οι ώρες περνούσαν και τίποτα δεν άλλαξε στην διάθεσή της..αντίθετα χειροτέρεψε όταν χτύπησε το κινητό της και ήταν εκείνος. Ο Δημήτρης! Ο έρωτας της ζωής της!Αυτός που προτίμησε να τον χάσει επειδή της ζήτησε να συζήσουν. Τρία χρόνια ήταν μαζί.Την αγαπούσε και ήθελε  να ξυπνάνε μαζί, κάθε μέρα και όχι να βλέπονται  στα πεταχτά.Δεν το άντεχε...Ούτε και εκείνη το άντεχε, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
 Εκείνη είχε ένα παιδί, που σε δυο χρόνια θα τελείωνε το Λύκειο και θα έφευγε πρώτα ο θεός για σπουδές. Τότε εκείνη  θα μπορούσε να πάει να μείνει μαζί του. Τώρα όχι.Το παιδί της ερχόταν πρώτο. Δεν ήθελε να περιμένει.Έτσι αποφάσισε να τον αφήσει και ας τον αγαπούσε.Ο Δημήτρης της έλεγε  να μην τον αφήσει... την αγαπούσε διάολε ...δεν το καταλάβαινε; Μα για εκείνη είχε προτεραιότητα το παιδί της.Έτσι χώρισαν.
  Μετά από τρία χρόνια χωρισμού της είχε τηλεφωνήσει δυο -τρεις φορές ζητώντας της να βγουν για καφέ και να τα ξαναβρούν.Μα εκείνη αρνιόταν πεισματικά. Και να τώρα που της τηλεφωνούσε πάλι. Ήθελε να της μιλήσει,  της είπε πως την σκέφτεται ακόμα,πως την αγαπάει και θέλει να ξανασμίξουν.  Την παρακαλούσε και η φωνή του ήταν βραχνή.Σίγουρα έκλαιγε.Έτσι της φάνηκε. Η καρδιά της σκίρτησε,λύγισε.δεν άντεχε να τον ακούει να την παρακαλά.
 Του είπε πως να την αφήσει να το σκεφτεί και θα του τηλεφωνούσε.Έκλεισε το τηλέφωνο και έπεσε σε μια καρέκλα σκεπτική. Μα το σπίτι δεν την χωρούσε.Πήρε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε να πάει μια βόλτα μέχρι την παραλία, να κοιτάξει την θάλασσα και να ηρεμήσει,να σκεφτεί ψύχραιμα.Πάντα η θάλασσα την ηρεμούσε.Όταν αισθανόταν άσχημα, πήγαινε   μια βόλτα στην θάλασσα και γαλήνευε η ψυχή της,το μυαλό της.Μα πέρασε το λιμάνι και δεν  σταμάτησε...συνέχισε...όταν ξαφνικά σε μια στροφή επικίνδυνη άκουσε κορνάρισμα,  στρίγλισμα φρένων και φωνές κάποιου που έβριζε τις γυναίκες οδηγούς.
 Ήταν αρκετό για να την φέρει πίσω στην πραγματικότητα..τότε συνειδητοποίησε πως είχε ξεμακρύνει πολύ από την πόλη...ήταν στην επικίνδυνη στροφή πριν το ακρωτήρι. Το άλλο αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη μεριά, είχε σταματήσει λίγα χιλιοστά πριν ακουμπήσει το δικό της.
 Ο οδηγός είχε βγει έξω και της φώναζε να πάει να πλύνει πιάτα σπίτι της και να μην παίρνει αυτοκίνητο και σκοτώσει κανέναν...Διάβολε ήταν καλή οδηγός...πως έγινε; ζήτησε συγνώμη, κούνησε το κεφάλι του ο άλλος οδηγός και έκανε όπισθεν να την αφήσει να περάσει, κοιτώντας την αγριεμμένα.
Τότε εκείνη κατάλαβε πως τόση ώρα οδηγούσε μηχανικά. Το μυαλό της ταξίδευε. Σταμάτησε λίγο πιο κάτω, εκεί που φάρδαινε λίγο ο δρόμος. Κοίταξε την θάλασσα, που έσκαγε αγριεμμένη  τα κύματα μέχρι το δρόμο.Σήμερα όμως δεν την ηρέμησε..έμοιαζε με την φουρτουνιασμένη της καρδιά, που χτυπούσε άγρια στο στήθος της,όπως τα κύματα την προκυμαία. Έσκυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της και ξέσπασε σε λυγμούς...
 Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε εκεί, πόση ώρα έκλαιγε. Όταν στέρεψαν τα δάκρυά της, είχε ήδη σκοτεινιάσει.Έπρεπε να φύγει, να γυρίσει σπίτι. Μα δεν μπορούσε να φύγει. Δεν ένιωθε δυνατή.Άρχισε να σκέφτεται  τον άνδρα που ήταν τώρα κομμάτι της ζωής της.Σκεφτόταν αν θα μπορούσε να έχει ένα μέλλον μαζί του..Μα δεν το έβλεπε εφικτό.Από την άλλη σκεφτόταν και τον Δημήτρη που τώρα πια θα μπορούσε να τον έχει στην ζωή της, να είναι εκεί όποτε τον χρειαζόταν.Το δίλημμα μεγάλο. 
 Πάντα ένιωθε μόνη.Ήξερε πως μόνη θα καταλήξει.Ακόμη και ο άνθρωπος που έλεγε πως την αγαπούσε τώρα, στο τέλος μόνη θα την άφηνε.Το ήξερε,το ένιωθε,το έβλεπε.Ποτέ δεν ήταν εκεί όταν  ήθελε έναν ώμο να κλάψει,μια αγκαλιά να την παρηγορήσει,ένα χάδι να την ηρεμήσει, ένα φιλί να την γλυκάνει, μια λέξη του να την κάνει να νιώσει δυνατή πάλι.
 Βρέθηκε να κάνει τον δρόμο της επιστροφής πάλι χαμένη στις σκέψεις της και χωρίς να έχει αποφασίσει τι πρέπει να κάνει..Επιτέλους έφτασε σπίτι.Με  βήματα που  σέρνονταν  μπήκε μέσα,άναψε τα φώτα και στάθηκε να το κοιτάζει...Ένα έρημο σπίτι.   Μοναδικός κάτοικος εκείνη.Η ερημιά του της χτύπησε άσχημα.Σκέφτηκε αν τότε δεν είχε πάρει την απόφαση να τον χωρίσει, σήμερα ίσως να ζούσαν μαζί.Να μην ήταν μόνη.
 "Αχ! βρε Δημήτρη,γιατί;γιατί δεν έκανες λίγο υπομονή; γιατί δεν μου έδωσες τον χρόνο που σου ζήτησα; ήσουν ξεκάθαρος μαζί μου δεν λέω,μα ήταν ανάγκη να μου βάλεις εκείνον τον όρο; Να μου πεις ή έρχεσαι να μείνεις μαζί μου ή χωρίζουμε;Αφού ήξερες πως δεν μπορούσα, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.Ήξερες τον λόγο,έλεγες πως τον κατανοείς.Αλλά γιατί επέμενες τόσο; Να αν έκανες υπομονή σήμερα θα είμαστε μαζί."
 Το μυαλό της είχε θολώσει.Δεν ήξερε ποια απόφαση να πάρει...Να γυρίσει πίσω στον Δημήτρη,ή να μείνει με τον τωρινό της σύντροφο; Ο Δημήτρης από την μια θα ήταν πάντα δίπλα της,κοντά της,παρέα της μέρα και νύχτα, ο Γιώργος όμως όχι...Τον Γιώργο θα τον έβλεπε μόνο σποραδικά, όταν θα μπορούσε να ξεκλέψει χρόνο από την οικογένειά του.Είναι βλέπεις παντρεμένος..Μην ρωτάτε πως έμπλεξε μαζί του... ο έρωτας τυφλώνει...και τον Γιώργο τον είχε στο μεταξύ αγαπήσει. Πολύ αργά να κάνει πίσω πια.Ή μήπως δεν ήταν;
 Το κεφάλι της άρχισε να πονά..Ήπιε δυο depon και έπεσε στο κρεβάτι της, να κλείσει τα μάτια της και να της περάσει η ημικρανία.Δεν κατάλαβε πότε την πήρε ο ύπνος...Η απόφαση της τι θα κάνει αναβλήθηκε άθελα της για την άλλη μέρα.....


                                                                                                                                  Συνεχίζεται......


                                                  Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα είναι  τελείως συμπτωματική....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου