Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΙΑ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ



Δε θυμάμαι πια τ΄όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Επίμονα
Με το βλέμμα μου το βλέμμα σου άγγιξα
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου"

Νύχτες γονατιστός...

Δε θυμάμαι πια τ' όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Δάκρυα
Με το φως μου το φως τους έντυσα
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται"

Νύχτες απαρηγόρητος....

Δε θυμάμαι πια τ' όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Πόθος
Κι αν ο πόθος με πάθος ιάται
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Ράπισμα κατεδέξατο"

Ριζικό των δεκαπέντε χρόνων μου...

Δε θυμάμαι πια τ΄όνομά σου
Μόνο τα μάτια σου
Γέλιο
Θα σου γράψω μου είπες
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
" Ω γλυκύ μου έαρ"

Με λουλούδια του γέλιου μου το γέλιο σου στόλισα

Δε θυμάμαι πια τ' όνομά σου
Μόνο τα γράμματα
Προσμονή
Λαχταρώ να σε δω
Πως να ξεχάσω
Ο έρωτας
"Που έδυ σου το κάλλος"

"Λαχταρώ να σε δω"
Περάσανε χρόνια
Δε θυμάμαι να μου 'γραψες

Θυμάμαι που τα 'νοιωθα...

ΑΘΗΝΑ 12.10.2011

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Το πάλεμα του Τσαμαδού {δημοτικό}


Μέσ’ ‘ς τ’ άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι’ ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ’ έξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά ‘ς όλο το πανηγύρι.
Κ’ οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν ‘ς τον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι.

Ακόμα ο λόγος έστεκε κι’ ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι’ αχάν οι λόγγοι,
κ’ εκράταγε ‘ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου ‘ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
Ώρα καλή σας, γέροντες. -Καλό ‘ς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε ‘ς το μαρμαρένιο αλώνι;”
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ τους πανηγυριώταις,
της χήρας γιος εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
“ Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για νά βγω να παλέψουμε ‘ς το μαρμαρένιο αλώνι.”

Βγαίνουν κ’ οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ’ αλώνι,
κ’ εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ’ έβύθα.
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κ’ εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει.
“ Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω.
Ποια σκύλα μάννα σ’ έκαμε, κι’ ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ’ είχε γεννημένον,
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω.”
Από το χέρι τον αρπά ‘ς της μάννας του να πάνε.
Από μακριά τους εθωρεί κ’ ετοίμασε τραπέζι.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.
“ Μαννούλα, μ’ εφαρμάκωσες, απ’ το θεό να το βρης!”

Μαθαίνεις να ζεις με τα λάθη σου;


  Τα λάθη του παρελθόντος ...λάθη σοβαρά, επίπονα...
Και πως να τα διορθώσεις; πως να τα ξεχάσεις; σε κυνηγάνε σε όλη την υπόλοιπη ζωή σου...
Σε κάθε στροφή,σε κάθε καμπή, σε κάθε νέα αρχή!
Σε ξυπνούν σαν τους εφιάλτες μέσα στην νύχτα,σε κυνηγάνε σαν τα φαντάσματα ...
Τρέχεις να ξεφύγεις μα πάντα βρίσκουν τον τρόπο και βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά από σένα...
 Και δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις..να προχωρήσεις...να διορθώσεις....
Αγωνιάς,τρέχεις με την ψυχή στο στόμα μπας και γλυτώσεις...
Και σκέφτεσαι τρόπους να ξεφύγεις,μα κανείς δεν είναι αρκετός να σε βγάλει από την δύσκολη θέση...
Κάθε σου προσπάθεια πέφτει στο κενό...
Κάθε σου τρόπος  σε δυσκολεύει ακόμα πιο πολύ...
Και νιώθεις πως γκρεμίζεσαι  σ'ένα γκρεμό που τέλος δεν έχει...
Νιώθεις την ανάσα σου να κόβεται,την ζωή σου να κινδυνεύει,απλώνεις τα χέρια να κρατηθείς ,έστω και από μια ελπίδα,μα το ξέρεις πως είναι μάταιο..
Συνεχίζουν να σε κυνηγάνε,να σου θυμίζουν πως έπρεπε να είχες πράξει αλλιώς..
Δεν σε συγχωρεί κανείς και τίποτα...
Δεν σου δίνουν την ευκαιρία να διορθώσεις το παρελθόν....
Δεν θέλει να το αφήσεις, να το ξεχάσεις....
Και ζεις με τις τύψεις σου,τα φαντάσματά σου, τους εφιάλτες σου...
Και τα αναπάντητα γιατί....

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Μην με θωρείς αδύναμη!


Μην με θωρείς αδύναμη
σαν πότε-πότε κλαίω
είναι τα δάκρυα δύναμη 
για την ψυχή σου λέω...

Όποιος δεν ξέρει να πονά
δεν έχει δει τον άδη
όποιος δεν ξέρει ν'αγαπά
δεν ξέρει από χάδι...

Κοίταξε  τα μάτια μου 
να δεις πως δεν γελούνε
δεν  μπορούν αγάπη μου
ψέματα να πούνε..

Μην με θωρείς αδύναμη
σαν κάποτε λυγίσω
δεν έχει δύναμη η ψυχή
απ' την αρχή ν'αρχίσω...

Μόνο αγάπη δείξε μου 
και μια αγκαλιά να γείρω
πάρε και το δάκρυ μου
λίγο προτού να φύγω...

Μην  φιλάς τα χείλη μου
την πίκρα τους θα νοιώσεις,
μην λυπάσαι μάτια μου
σαν θα με λυτρώσεις....

Μην με θωρείς αδύναμη
αν κάποτε  δακρύσω
μην με θωρείς αδύναμη 
αν κάποτε λυγίσω....

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ο αετός!


Μην τον κλαις τον αετό
όπου πετά σαν βρέχει
μα κλαίγε το μικρό πουλί
που φτερά δεν έχει....

Και με σπασμένα τα φτερά
μπορεί αυτός ν'αντέξει
στην πιο μεγάλη θύελλα
μονάχος να παλέψει...

Πουλί που ξέρει στη ζωή
ν'αντέχει όλο τον πόνο
στα ύψη φτάνει και πετά 
με μια φτερούγα μόνο.....

Μάνα και κόρη!


  Πέρασε από βουνά και θάλασσες, από βροχές και μπόρες, περπάτησε ξυπόλυτη, ήταν μάνα και πατέρας, της στάθηκε στα δύσκολα, ήταν πάντα εκεί...
Να ακούσει, να κλάψει, να επιβραβεύσει, να μαλώσει, να ενθαρύνει.   Ήταν εκεί όταν αρρώσταινε, όταν πονούσε, όταν χαιρόταν, πάντα εκεί...
  Όταν ερωτεύτηκε, όταν σπούδασε , όταν έκανε τα λάθη....τα μεγάλα λάθη .....Πάντα δίπλα της.
Η μάνα της έτρεχε παντού και πάντα, εκείνη  έβαζε τα στήθη της μπροστά να την υπερασπιστεί στον πατέρα ,στους συγγενείς, στους γείτονες, στους φίλους...
  Και εκείνη όμως την αγαπούσε....κάποτε...όταν ήταν παιδάκι ,όταν έγινε μαθήτρια του Δημοτικού, αργότερα του Γυμνασίου, του Λυκείου και έτρεχε στη αγκαλιά της μάνας της, από χαρά για τους επαίνους της στο σχολείο,  να κρυφτεί όταν την μάλωναν για το παραμικρό ,να χαϊδευτεί, να πάρει ένα της φιλί...
Την αγαπούσε την μάνα της.  Κάποτε στο Γυμνάσιο, όταν πήγαν εκδρομή με το σχολείο ,της έφερε στο γυρισμό μια καρδούλα από ξύλο που είχε χαραγμένα επάνω τα εξής:
  "Μανούλα μου μια φορά με γέννησες και δέκα σε παιδεύω, μα εκατό σε σκέφτομαι και χίλιες σε λατρεύω".
 Ο πατέρας της πάντα της παραπονιόταν πως δεν τον αγαπά, αφού στην μάνα της πάντα τρέχει για όλα.
Απαντούσε αυτή πως η μάνα  την προσέχει και την φροντίζει, η μάνα είναι εκεί να την ακούσει....
Μια άλλη φορά τους είπε η καθηγήτρια να γράψουν μια έκθεση για κάποιον που θαυμάζουν πολύ...
 Έγραψε και πήρε άριστα. Είχε γράψει για την μάνα της..Είχε γράψει για τις "θυσίες" που έκανε εκείνη για όλους, μα πιο πολύ για τα παιδιά της.
   Συγκινήθηκε η δόλια η μάνα όταν της τα είπε η κόρη της.Συγκινήθηκε περισσότερο όταν της έδωσε συγχαρητήρια η καθηγήτρια της κόρης της για αυτήν την έκθεση που ήταν "ύμνος" προς τιμήν της.
  Τελείωσε και το Λύκειο έτσι..Άριστη και με προοπτικές να περάσει κάπου που της άρεσε. Και πέρασε.
Από τότε όμως άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για  αυτή την καταπληκτική σχέση μάνας και κόρης.
  Έμπλεξε με διάφορους έρωτες, χρέωσε μέχρι τα μπούνια την όχι και τόσο ευκατάστατη οικογένεια της, σε τηλέφωνα, χαλούσε τα χρήματα από τα ενοίκια που έστελνε η μάνα της  σε διάφορα λούσα και σπατάλες άλλεςκαι η μάνα να δουλεύει τρεις δουλειές να τα βγάλει πέρα.
  Και όμως αγγόγυστα η μάνα έτρεχε να προλάβει όλα τα κακά. Όταν έπεσε και έσπασε τα δόντια της και έκοψε το πηγούνι, η μάνα της ήταν δίπλα της, όταν αρρώστησε σοβαρά από κάποιο πρόβλημα στην καρδιά της  και μπήκε στο Ωνάσσειο για επέμβαση, η μάνα της έτρεχε και πλήρωνε...Για το παιδί της...
  Λίγο πριν την νάρκωση  ζήτησε να μπει στο χειρουργείο η μάνα της, να της μιλήσει, να της ζητήσει συγνώμη για όσα είχε περάσει εξ'αιτίας της...
 Η μάνα την ηρέμησε, της είπε πως όλα τα έχει ξεχάσει.  Όμως όταν έγινε καλά ,όλα τα ξέχασε η κόρη και άρχισε πάλι τα ίδια. Έπεφτε σε λάθος έρωτες, περνούσε άσχημα όμως και πάλι αυτή η μάνα έτρεχε να την παρηγορήσει. Πάντα η μάνα. Η δική της μάνα. Που πάντα ξεχνούσε τα παλιά λες και πάθαινε αμνησία. Όλα για το παιδί της, για την κόρη της.
  Και όμως ήρθε η στιγμή που πάλι αυτή την μάνα την "πούλησε", την "σταύρωσε"όχι για τριάκοντα αργύρια μα  για έναν άντρα ανάξιο της. Έναν άντρα που ήταν απλά η σχέση της ,αλλά που την ξυλοκοπούσε. 
 Κάτω από δικό του εκβιασμό πέταξε την μάνα της και την μικρή αδελφή της έξω από το σπίτι που έμενε..Το σπίτι που πλήρωνε εκείνη η μάνα-"θύμα". Την κατηγόρησε στον πατέρα της ,ότι είχε εραστή και ότι έφυγε μαζί του  εκείνη την νύχτα. 
Και άρχισαν τα σοβαρά προβλήματα και ο γολγοθάς της μάνας. Όχι ότι πριν δεν είχε προβλήματα με τον σύζυγο και πατέρα των παιδιών της, όχι..απλά τότε έφτασε ο κόμπος στο χτένι που λένε.
 Η κόρη έβριζε την μάνα της, μέχρι χέρι σήκωσε να την χτυπήσει. Ποιά; την μάνα που έλεγε κάποτε πως λάτρευε, την ίδια εκείνη μάνα που έγραφε στις εκθέσεις, που της έφερνε τις καρδιές χαραγμένες με λόγια αγάπης.
 Αποτέλεσμα να χωρίσουν η μάνα με τον πατέρα της, και  η αγάπη της κόρης να γίνει ένα μίσος ατελείωτο. Ένα μίσος που όμοιό του δεν υπάρχει. Χρόνια κράτησε αυτό το μίσος...
 Η κόρη αμεταννόητη. Πίστευε πάντα πως αυτή η μάνα ήταν η αιτία της δικής της αποτυχημένης ερωτικής και όχι μόνο ζωής. Η μάνα κόντεψε να τρελαθεί από την αδικία και την αχαριστία της κόρης της.
  Με την σειρά της είχε αρχίσει να πιστεύει πως ήταν πράγματι η αιτία του κακού. Αποφάσισε να τερματίσει την ζωή της για να βρει γαλήνη η ψυχή της κόρης της...
  Μα κάποιος άνθρωπος την συγκράτησε και σώθηκε. Μα τι λέω; έσωσε την ζωή της, όχι και την ψυχή της. Αυτή η ψυχή έχει πεθάνει χρόνια πολλά πια πριν και ας κατοικεί στο σώμα της που είναι ζωντανό.
Ποτέ δεν ξεπέρασε το μίσος της κόρης της,   πιστεύει πως αυτή δεν  ήταν άξια μάνα, πως κάπου έκανε λάθος με την ανατροφή της. Τι και αν νόμιζε πως μόνο αγάπη χάριζε στα παιδιά της; Πως  η αγάπη και οι θυσίες της ήταν αρκετά για να την σέβεται και να την εκτιμά η  κόρη της; ......


 Αυτή η κόρη δεν μετάνοιωσε ποτέ για το κακό που προξένησε σε αυτή την μάνα.



Απόσπασμα από το βιβλίο μου με τον τίτλο "μια ιστορία.....μια ζωή".
Κάθε ομοιότητα με φυσικά πρόσωπα και γεγονότα είναι τελείως συμπτωματική........