Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Το πάλεμα του Τσαμαδού {δημοτικό}


Μέσ’ ‘ς τ’ άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι’ ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ’ έξηνταδυό τραπέζια,
και χίλια ψένονται σφαχτά ‘ς όλο το πανηγύρι.
Κ’ οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν ‘ς τον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι.

Ακόμα ο λόγος έστεκε κι’ ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι’ αχάν οι λόγγοι,
κ’ εκράταγε ‘ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
και απάνου ‘ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
Ώρα καλή σας, γέροντες. -Καλό ‘ς το παλληκάρι.
-Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε ‘ς το μαρμαρένιο αλώνι;”
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ τους πανηγυριώταις,
της χήρας γιος εφώναξε, της χήρας ο αντρειωμένος.
“ Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για νά βγω να παλέψουμε ‘ς το μαρμαρένιο αλώνι.”

Βγαίνουν κ’ οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν.
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ’ αλώνι,
κ’ εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ’ έβύθα.
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι,
κ’ εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει.
“ Κοντοκαρτέρει, βρε παιδί, κάτι να σε ρωτήσω.
Ποια σκύλα μάννα σ’ έκαμε, κι’ ο κύρης σου ποιος ήταν;
-Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ’ είχε γεννημένον,
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω.”
Από το χέρι τον αρπά ‘ς της μάννας του να πάνε.
Από μακριά τους εθωρεί κ’ ετοίμασε τραπέζι.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν η χήρα τους κερνούσε,
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της.
“ Μαννούλα, μ’ εφαρμάκωσες, απ’ το θεό να το βρης!”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου