Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Του νεκρού αδελφού...Ο όρκος....

Μάνα με τους εννιά σου γυιούς
και με την μια σου κόρη
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ και ήλιος δεν σου την είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε,στ'άφεγγα τη χτενίζει,
στ'άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ δεν θέλουνε
κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
"Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα 'κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν παμ'εμείς στην ξενιτιά,ξένοι να μην περνούμε".
"Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή,μ'άσκημα απιλογήθης,
Κι ά μό 'ρτει ,γυιέ μου, θάνατος,
κι ά μό'ρτει, γυιέ μου,αρρώστεια
κι αν τύχη πίκρα γη χαρά,
ποιός πάει να μου την φέρει;"
"Βάλλω τον ουρανό κριτή
και τους αγιούς μαρτύρους"
αν έρτη θάνατος,αν τύχη και έρτη αρρώστια
αν τύχη πίκρα ή χαρά, εγώ θα σου τη φέρω.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ'όλα τα μνήματα έκλαιγε,σ'όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωνσταντίνου το μνημειό
ανέσπα τα μαλλιά της.
"Ανάθεμα σε Κωνσταντή και μυριανάθεμά σε
όπου μου την εξόρισες την Αρετή στα ξένα!
Το τ'αξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
τον ουρανό 'βαλες κριτή
και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρεις".
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ'άστρο χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την εχτενίζονταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέει:
"Άιντε, αδερφή,να φύγουμε,
στη μάνα μας να πάμε".
'Αλίμονο αδερφάκι μου,και τι είναι ετούτη η ώρα;
Αν ίσως είναι για χαρά,να στολιστώ και να'ρθω,
κι αν είναι πίκρα,πες το μου
να βάλω μαύρα να'ρθω".
"Έλα Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως είσαι".
Κοντολογίζει τ'άλογο και πίσω την καθίζει.
Στην στράτα που διαβαίνανεπουλάκια κελαηδούσαν,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μον' κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία.
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος!"
"Άκουσες ,Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;"
"Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν,πουλάκια είναι κι ας λένε".
Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλάκια τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα και άδικο,παράξενο,μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!"
'Άκουσες,Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους".
"Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν".
"Φοβούμαι σ'αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις".
"Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αι-Γιάννη
κι εθυμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι".
Και παρεμπρός που πήγαινε κι άλλα πουλάκια λένε:
"Για δες θάμα και αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει πεθαμένος!".
Τ'άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.
"Άκουσες Κωνσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;"
"Άφησ'Αρέτω τα πουλιά κι ότι κι αν θελ'ας λέγουν".
"Πες μου που είναι τα κάλλη σου και που είν'η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ'όμορφο μουστάκι;"
¨΄Εχω καιρό π'αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου".
Αυτού σιμά,αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ'αλόγου του κι απ'εμπροστά της 'χάθει.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά,το χώμα και βοίζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους τους γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα,
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καριοφίλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα του χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
"Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχθρός μου, φύγε
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα".
"Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα".
"Ποιός είναι αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;"
"Άνοιξε μάνα μου,άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου".
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου