Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Μια άσχημη εμπειρία....


  Βρόντηξε την πόρτα πίσω της και έφυγε τρέχοντας...τι τρέχοντας δηλαδή;...όσο την κρατούσαν τα πόδια της....που πήγαινε ούτε η ίδια  ήξερε...ούτε το παιδί της σκέφτηκε....το μόνο που ήξερε ήταν πως έπερεπε να φύγει από εκεί...μακριά...να γλυτώσει...όχι την ζωή της...αυτή δεν είχε καμιά σημασία πια..
  Τα  μάγουλά της,  τα αυλάκωναν τα δάκρυα....δάκρυα πικρά, κόκκινα....βαμμένα από το αίμα της καρδιάς της...θολά τα μάτια της...οι σκέψεις της πολλές, την βασάνιζαν...και η απόφαση που πήρε τελεσίδικη... δεν είχε λόγους να ζει...και που ζούσε τι κατάλαβε; πίκρες συνέχεια...μια σταγόνα ευτυχίας, μα άγρια νεροποντή οι πίκρες...πως να ισορροπήσουν αυτά τα δυο; και πάντα αυτή ο φταίχτης...για όλους...για όλα....
  Ποια; αυτή που έτρεχε για όλους....που βρισκόταν σε όλες τους τις δύσκολες στιγμές...μάνα, πατέρας, σύζυγος, ερωμένη, υπηρέτρια μα και εργαζόμενη γυναίκα....τίποτα δεν έλειπε από κανέναν τους...και ποιό ήταν το ευχαριστώ; Να την δικάζουν χωρίς απολογία, χωρίς αποδείξεις, χωρίς αιτία....γιατί; επειδή σήκωσε επιτέλους κεφάλι και είπε:
  "τέλος μέχρι εδώ; δεν πάει άλλο;"  Και οι αδελφές του; τι της ήθελε της αδελφές του; μπήκε ποτέ εκείνη στα οικογενειακά τους; και τι ήθελαν τον διάλογο -όπως της είπαν- αν δεν ήταν διαθετιμένες να κάνουν διάλογο;
 Να την δικάσουν ήθελαν... γιατί ;  επειδή αποφάσισε να τον χωρίσει; επειδή η καταπίεση και η αδικία από μέρους του είχε φτάσει στο απροχώρητο.  Γιατί δεν την άφηναν να πει τα παράπονα της; μπροστά ήταν και ο ίδιος...αν έλεγε κάτι λάθος, κάποιο ψέμα  θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί...μα πάντα δειλός ήταν....άλλους έφερνε να βγάζουν το φίδι από την τρύπα ... 
  Έτσι και τώρα....καταιγίδα τα μη και τα  πρέπει...μέχρι που η μια αδελφή του, την έπιασε από τον λαιμό λέγοντας της: "έτσι και πάθει τίποτα ο αδελφός μου -εννοούσε τάχα από την στεναχώρια του-  θα σε σκοτώσω μωρή πουτάνα....λεφτά έχω...θα πληρώσω και θα σε σκοτώσω...εσύ θα πας στο χώμα αλλά εγώ δεν θα πάω φυλακή"...
  Δεν άντεξε αυτή τότε...με μια κλωτσιά  την έσπρωξε πέρα και έφυγε τρέχοντας -όχι όμως πριν προλάβει να την πιάσει  ο άντρας της πάλι από τον λαιμό, φοβερίζοντας την πως αν έφευγε εκείνη την στιγμή, δεν θα την άφηνε να ξαναγυρίσει...που; στο δικό της σπίτι! μα δεν το είχε σκοπό έτσι και αλλιώς- ούτε τον πόνο, ούτε τις μελανιές στον λαιμό της ένιωθε...μόνο τον πόνο της ψυχής της...μόνο αυτόν...αυτά σκεφτόταν και είχε φτάσει πια στο λιμάνι...
Εκεί που ήθελε να τερματίσει...όχι  το τρέξιμο της μα  την ζωή της...Κάθισε στην προκυμαία με τα πόδια μέσα στο νερό...άρχισε να κλαίει και να σκέφτεται...το τηλέφωνό της χτυπούσε συνέχεια..σημασία δεν έδινε..κάποια στιγμή είδε πως αυτή που την καλούσε δεν ήταν άλλη από την μικρή της κόρη...που είχε ακούσει  τον καυγά.... τώρα θυμήθηκε πως την άκουσε κάποια στιγμή να την φωνάζει να γυρίσει πίσω...
  Καινούρια δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλα της και έπεσαν μέσα στην θάλασσα...σταγόνες αλμυρές...που έσμιξαν με αυτές της θάλασσας και χάθηκαν...όπως θα χανόταν σε λίγο και εκείνη... αποφασιστικά πήρε το τηλέφωνο στο χέρι της και πήρε την άλλη μαμά του παιδιού της -την πνευματική, η οποία γνώριζε την κατάσταση της-  και της εξιστόρησε τα κεθέκαστα και  τι σκοπεύει να κάνει...
 "έλα να με βρεις εδώ...θα σου φτιάξω ένα χαρτί που θα λέει πως ότι έχω τα αφήνω στο παιδί μου...να το πάρεις μαζί σου το παιδί, να το προσέχεις και να το μεγαλώσεις σαν δικό σου...μην το αφήσεις στους λύκους...θα το φάνε...θα του κάνουν πλύση εγκεφάλου και θα με μισήσει...θα του πουν πως ήμουν τρελή...δεν το θέλω αυτό...θέλω να θυμάται πως την αγαπούσα,την λάτρευα και θα την λατρεύω".
 Της απάντησε η κουμπάρα της: "περίμενε με...μην κάνεις καμιά τρέλα..σκέψου το παιδί σου...άσε με να έρθω πρώτα να μιλήσουμε...μετά θα κάνω ότι μου πεις..μα πάρε το παιδί τηλέφωνο...σε ζητάει και κλαίει...μια στιγμή να σε ακούσει...και έρχομαι να σε βρω στο μεταξύ."
 Το παιδί! 8 χρονών τότε...τι πέρασε και εκείνο...τι πέρασε και η κουμπάρα! το πήρε τηλέφωνο και το άκουσε να της λέει:
"μανούλα μου σε παρακαλώ,έλα για λίγο να σε δω και μετά φύγε....μόνο να σε δω να σε φιλήσω,να σε χαιρετήσω".
  Δεν ήξερε τι είχε αποφασίσει η μανούλα...νόμιζε πως μόνο έφυγε..πως τους εγκατέλειπε....όχι πως θα πέθαινε...η νονά της, της  το είπε...και ξανά  τηλέφωνο το παιδί να παρακαλά, να κλαίει, να οδύρεται, να ικετεύει για μια τελευταία αγκαλιά της μανούλας...αυτό το κλάμα του, αυτή η ικεσία του την έφερε πίσω στον πραγματικό κόσμο, την ώρα που ήταν έτοιμη να βουτήξει σε εκείνα τα γαλαζοπράσινα νερά...να την καταπιούν ολόκληρη....να χαθεί...να ελευθερώσει την ψυχή της, το σώμα της ,τους άλλους..να πάψει να πονά, να ματώνει...να μην είναι εμπόδιο στο δρόμο κανενός...οι περαστικοί την κοίταζαν περίεργα...δεν καταλάβαιναν τι κάνει εκεί...ένας μόνο ήρθε κοντά της και την ρώτησε:
  " είσαι καλά; μα εσύ κλαις!Τι έπαθες; τι σου συμβαίνει; θέλεις κάποια βοήθεια;" και έκανε να την πιάσει από το χέρι και να την τραβήξει μακριά...Τράβηξε με δύναμη το χέρι της πίσω, του έγνεψε όχι με το κεφάλι και σηκώθηκε όρθια...αυτός περίμενε εκεί...έφυγε μόλις την είδε να απομακρύνεται από την προκυμαία...το είχε κιόλας μετανοιώσει...πάντα πίσω έκανε...για  χάρη των άλλων...μια ζωή υποχωρήσεις θυμόταν να κάνει..
  Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι...ήταν η κουμπάρα της που ήθελε να μάθει τι έγινε στο μεταξύ.."πάρε το παιδί και μίλησε του...να ηρεμήσει...πήγα σπίτι να το πάρω, μα με έβρισε  και με έδιωξε ο λεγάμενος...δεν με άφησε ούτε να το δω καλά-καλά..και εκείνο είχε κρεμαστεί επάνω μου κλαίγοντας,  δεν ήθελε να με αφήσει...αλλά ξέρεις πως είναι...δεν μπορούσε να του επιβληθεί το παιδί και εγώ για να μην οξύνω περισσότερο τα πράγματα, άφησα την δική μου κόρη εκεί και έφυγα...τι θα κάνεις τώρα; που θα πας;"
  "Στην αστυνομία" της είπε.."να κάνω μήνυση για βιοπραγία και απειλή κατά της ζωής μου...φοβάμαι να πάω σπίτι...να ενημερώσω να του κάνουν συστάσεις να μην με πλησιάσει ούτε σε απόσταση αναπνοής".
  Και αυτό έγινε...πήγε σπίτι της πιο ήρεμη πια και αγκάλιασε το παιδί της....το σπλάχνο της που παραλίγο να μην  το ξαναέβλεπε...ούτε και αυτό εκείνη....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου